κατεπείγω

κατεπείγω
(AM κατεπείγω)
1. επείγω υπερβολικά, πιέζω πολύ, δεν επιδέχομαι αναβολή, έχω βιασύνη ή ενέχω στοιχεία ή ιδιότητες που απαιτούν σπουδή (α. «τα έγγραφα αυτα κατεπείγουν» β. «οὔτε τι κωλύει, οὔτε κατεπείγει», Ιπποκρ.)
2. μέσ. κατεπείγομαι
σπεύδω βιαστικά, κατευθύνομαι βιαστικά («ἐκ Κορίνθου Ἀθήναζε κατεπείγομαι», Αλκίφρ.)
3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) κατεπείγων, -ουσα, -ον
α) (για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός που πρέπει να γίνει γρήγορα ή που επιβάλλει άμεση εκτέλεση (α. «κατεπείγουσα διαταγή» β. «το γράμμα πρέπει να ταχυδρομηθεί αμέσως, γιατί είναι κατεπείγον»)
β) το ουδ. ως ουσ. το κατεπείγον
η επείγουσα ανάγκη
νεοελλ.
(ως απρόσ.) κατεπείγει
υπάρχει βία, υπάρχει μεγάλη ανάγκη
αρχ.
1. πιέζω προς τα κάτω
2. καταπιέζω («χαλεπὸν κατὰ γῆρας ἐπείγει», Ομ. Ιλ.)
3. υποχρεώνω, αναγκάζω κάποιον να βιάζεται, να κάνει εσπευσμένα κάτι («κατεπείγει γὰρ ὕδωρ ῥέον», Πλάτ.)
4. ανυπομονώ, ζητώ κάτι επειγόντως, με ανυπομονησία
5. το ουδ. ως ουσ. (για νόσο) τὸ κατεπεῑγον
σύμπτωμα νόσου που απαιτεί γρήγορη επέμβαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατεπείγω — press down pres subj act 1st sg κατεπείγω press down pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπείγεσθε — κατεπείγω press down pres imperat mp 2nd pl κατεπείγω press down pres ind mp 2nd pl κατεπείγω press down imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπείγετε — κατεπείγω press down pres imperat act 2nd pl κατεπείγω press down pres ind act 2nd pl κατεπείγω press down imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπείγῃ — κατεπείγω press down pres subj mp 2nd sg κατεπείγω press down pres ind mp 2nd sg κατεπείγω press down pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπείξῃ — κατεπείγω press down aor subj mid 2nd sg κατεπείγω press down aor subj act 3rd sg κατεπείγω press down fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπειγομένων — κατεπείγω press down pres part mp fem gen pl κατεπείγω press down pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπειγόμεθα — κατεπείγω press down pres ind mp 1st pl κατεπείγω press down imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπειγόμενον — κατεπείγω press down pres part mp masc acc sg κατεπείγω press down pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπειγόντων — κατεπείγω press down pres part act masc/neut gen pl κατεπείγω press down pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπειξάντων — κατεπείγω press down aor part act masc/neut gen pl κατεπείγω press down aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”